Το θεριό του Τούρλου

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το τραγούδι του σπασμένου Ροδιού» της Ιουλίας Χαρπίδου

Το Θεριό

Σε λίγο όλη η περιοχή του ΤΟΥΡΛΟΥ, μεταμορφώθηκε σε ξωτικό, που το δαίμονα μέσα του ΕΙΧΕ. Συρματόπλεγμα αγκαθωτό, στεφάνωσε τα χωράφια. Σε πάσαλους, που μπήξανε βαθειά μέσα στο χώμα, πινακίδες καρφώσανε. Πινακίδες που γράφαν: «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΩΣ Η ΕΙΣΟΔΟΣ, ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ». Καρφώσανε και κάρφωσαν όλες τις καρδιές του κόσμου.

Όλων τα βλέφαρα έκλειναν όταν το αντικρύζαν. Γιατί, σταλιά-σταλιά τους ρούφηξε το αίμα της καρδιάς τους. Εργάτες η Βαγία γέμισε. Ξένους και εντοπίτες, που σκληρά μέσα στο οχυρό, ακατάπαυστα δουλεύαν. Φουριόζοι με βραχνή φωνή και σκισμένες φανέλλες. Σκάβαν, θεμελιώνανε, χτίζανε και το Διοικητήριο στήσαν.

Έτσι… Με τον καριό, το ΘΕΡΙΟ, εθέριεψε τεράστιο εγένει. Ένα γκριζόμαυρο κτίριο με αμέτρητα δωμάτια. Είχε λένε υπόγειες στοές που σ’ αποθήκες βγαίνουν κι άλλες πάλι που σ’ έβγαζαν σε βάσεις με κανόνια. Ολημερίς, βρισιές ακούς, αγκομαχητά και γέλια. Μα όταν νυχτώσει και όλα σιγούν ακούς κανά τραγούδι, ανάλαφρο, σκανταλιάρικο, που την κούραση σου παίρνει. Λες και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αρνούνται να πιστέψουν, ότι τους μέλει να γεννεί, ότι θα αντικρύσουν…

…………
Το τραγικό συνέβηκε στις 14 Οκτώβρη 1944, τη μέρα της απελευθέρωσης. Τι Ειρωνεία αλήθεια!!!
ΟΛΟΙ ζητωκραυγάζανε, τους δρόμους πλημμυρίσαν,
που οι ΕΧΘΡΟΙ λακίσανε, κυνηγημένοι φύγαν.
Μα οι κακούργοι φύτεψαν στο χώμα βαθιά σπόρους,
που μ’ ανθρώπινο αίμα ανθίζανε και τον τρόμο σκορπίσαν.
Έτσι και δω… Λεφούσι ξεχυθήκανε στο ΟΧΥΡΟ να πάνε,
το στέκι του κατακτητή, να το καταπατήσουν.
Αλίμονο και πάλι αλίμονο!!
Μια νάρκη πατάει ο Γιωργής, τινάζεται στον αέρα.
Τρέχει ξωπίσ’ ο Νικολής, πατάει κι αυτός μιαν άλλη.
Ο κόσμος το τι αντίκρισε λόγια δεν περιγράφουν.
Μήτε κι ανθρώπινη καρδιά χωρούσε τόσο πόνο.
Ο θρήνος και ο σπαραγμός σκίζανε τα ουράνια.
Τα μελαγχολικά μάτια του Γιωργή εκλείσανε για πάντα
και το «ΓΙΑΤΙ» που σού ‘λεγαν ΠΟΤΕ δεν απαντήθη.

ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ π’ άκουγα τη Γιαγιά πού ‘κλαιγε, που θρηνούσε, που μυρολόγαε, πού ‘λεγε:

«Σε τούτα δω τα χώματα σε τούτα δω τα μέρη
ο όλεθρος και η συμφορά εστήσανε καρτέρι
κι αρπάξανε και κλέψανε τα δυο μου παλικάρια.

Ήτανε κρίμα κι άδικο έτσι να μου τα πάρει
ο Χάρος, πού ‘στησε χορό μαζί με τους φονιάδες
και αίμα πότισε τη Γη ξέρανε το θυμάρι.

Ήταν κρίμα κι άδικο γι’ αυτούς μου τους Λεβέντες,
που Λευτεριά δε γνώρισαν, τη Νίκη δε χαρήκαν,
μαρμάρωσε το γέλιο τους, και άδοξα σκοτωθήκαν.

Σπάραξε η καρδούλα μου, μαύρισε η ψυχή μου,
σαν ήξερα πως πάνω τους μαύρα όρνια πετούσαν
και ΓΩ τα άψυχα κορμιά δε μπόργα να φιλήσω.

Ανάθεμα και τρις Ανάθεμα. Ανάπαψη να μην πάρουν,
όσοι σκορπίζουν συμφορά, τον όλεθρο όσοι σπέρνουν.
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ νάν’ αυτοί που τους ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΚΑΜΟΥΝ»…!

………..
Σκληρός ο Χάρος, κόρη μου, πλησιάζοντάς με η Γιαγιά, άρχισε να μου λέει…
Κι η απώλεια μεγάλη, μα ένα να ξέρεις, και στο μυαλό σου βάλε καλά, ότι:
Απ’ τους Πολέμους ποιο σκληρός είν’ ο Εμφύλιος Πόλεμος,
εκεί π’ αδελφός σκοτώνει αδελφό και ο πατέρας το Γιο του.
Το ζήσαμε κι αυτό και το ‘δαμε με τα ίδια μας μάτια.
Βλέπεις το ΟΧΥΡΟ το φτιάξανε πίκρες να μας ποτίζει…

Κάθε τόσο χαράματα, δω ‘να μέσα… καμιόνια κουβαλούσανε όλους τους Αντιφρονούντες, ανθρώπινα ερείπια, στην κυριολεξία ράκη, που σέρνοντας την περηφάνια τους, στ’ απόσπασμα οδηγούσαν… Πεθαίνοντας φωνάζανε «ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ»…. Και θες ν’ ακούσεις και το πιο σκληρό; Το πιο απάνθρωπο απ’ όλα; Πλιάτσικο τους εκάνανε, κλέβοντας τους τα άρβυλα, τα ρούχα, τα σκουφιά τους…. Μετά τους παραχώνανε μισόγυμνους, όπως-όπως. Έδινε καμιά ευχή ο ΠΑΠΑΣ, έτσι δα για τους τύπους… Κι άντε πάμε γι’ άλλους. Αυτά να βλέπεις, αυτά ν’ ακούς και να χάνεις το μυαλό σου.

Τα μάτια όλων βούρκωσαν και στους λυγμούς λυθήκαν. Από το νου μου πέρασαν τα άσαρκα κρανία… Μα δε ξεχώρισα ΠΟΤΕ!! ποιοι είν’ οι ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ…

………..
Το συρματόπλεγμα σκούριασε, μα έμεινε η πινακίδα.
Ακοίμητος πάντα φρουρός κανείς να μην περάσει.
Να σου θυμίζει πως η περιοχή του «ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ» είναι.
Το ΘΕΡΙΟ μόνο έμεινε, ξέθωρο απ’ το χρόνο,
στοιχειωμένο κι έτοιμο τα δόντια του να δείξει.
Στους γκρεμισμένους τοίχους του γράψαν «ΠΡΟΣΤΥΧΑ ΛΟΓΙΑ»
έτσι το «ΑΧΤΙ» τους βγάλανε επάνω στα ντουβάρια.
Τα δόντια του τα ξανάδειξε, πριν από κάποια χρόνια.
Δυο άτομα σκοτώθηκαν, ο Νίκος ήταν ο ένας,
ο μεγάλος γιος του Καλιαρδή, τ’ άλλο έν’ αγοράκι,
αφού μπροστά τους βρέθηκε τυχαία κάποια νάρκη.
Τώρα λέν’ πως καθάρισαν την περιοχή όλη τούτη
και κατασκήνωση με παιδιά στήνουνε κάθε χρόνο.
Και να που κιόλας έφτασα στον περιβόητο τοίχο.
Εκεί που εκτελέστηκαν «ΕΛΛΗΝΕΣ» από «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΡΙΑ».
Οι τρύπες ακόμα χάσκουνε απ’ τις σφαίρες που πέσαν
και μαρτυράνε την ντροπή, την εκδίκηση, το μίσος.
Τώρα «ΕΛΛΗΝΕΣ» έστησαν «ΗΡΩΟΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΠΕΣΟΝΤΩΝ»
κι έτσι τιμήσαν τους νεκρούς τους αδικοχαμένους.
ΟΛΑ γύρω σιγήσανε γύρω… ΟΛΑ νεκρωθήκαν.
Μόνο εδώ η θάλασσα, ποτέ δε γαληνεύει.
Τα βράχια όλο μουγκρίζουνε, τα βράχι’ αγκομαχάνε,
σαν να ακούς τα κλάματα ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *