«…Ήταν τόση η προθυμία, με την οποία έδιναν ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας φτωχός (ΣτΜ: στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων). Δεν έδιναν δηλαδή ένα μέρος μόνο από την περιουσία τους, κρατώντας την υπόλοιπη για τον εαυτό τους, ούτε τα έδιναν μεν όλα, αλλά με το αίσθημα πως ήταν δικά τους και τα χάριζαν. Την ανωμαλία της άνισης κατανομής των αγαθών την είχαν εξαφανίσει από ανάμεσά τους και ζούσαν με μεγάλη αφθονία αγαθών. (…) Ούτε τολμούσαν δηλαδή να δίνουν οι ίδιοι απευθείας στα χέρια των φτωχών, ούτε ένιωθαν υπερήφανοι που έδιναν, αλλά έφερναν μπροστά στα πόδια (ΣτΜ: των αποστόλων) και αυτούς τους άφηναν να τα διαχειρισθούν και τους καθιστούσαν απόλυτους κύριους, ώστε η κατανάλωση να γίνεται από αγαθά, που ανήκαν πια σ’ ολόκληρη την κοινότητα κι όχι από δικά τους. Αυτός ο τρόπος εκτός των άλλων τους βοηθούσε και στο να μην υπερηφανεύονται. Αν και σήμερα γινόταν το ίδιο, θα ζούσαμε πιο ευτυχισμένοι και οι πλούσιοι και οι φτωχοί …»
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, 11η ομιλία στις Πράξεις, κεφ. 4,32-37
Αναρίθμητα κείμενα των πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συνθετικά με το ενδιαφέρον για τη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου, ομονοούν προς μια δικαιοσύνη επί της γης. Άλλοτε παραινετικά προς τους έχοντες και κατέχοντες προκειμένου να κερδίσουν μια θέση στον Παράδεισο κι άλλοτε επικριτικά προς τους άρχοντες και τους πλουσίους, τόνιζαν αναντίρρητα την υποχρέωση της δίκαιης μοιρασιάς του υλικού πλούτου. Μέχρι και σήμερα ο λαϊκός κόσμος που έχει νιώσει στο πετσί του την αδικία, αναφωνεί: «τι ψυχή θα παραδώσεις;» θέτοντας στην άκρη τυπικά ζητήματα που αφορούν τις εκδηλώσεις πίστης -το θεαθήναι δηλαδή- και τοποθετώντας στο επίκεντρο το πρακτικό ζήτημα της επιβίωσης και της υλικής ζωής. Διότι εκεί δοκιμάζεται εν τέλει η όποια πίστη μας και η όποια διακηρυγμένη ηθική μας κι όχι στις θρησκευτικές ή πολιτικές μας εξαγγελίες και ρητορείες. Αν τα πατερικά κείμενα από την πρώτη περίοδο διάδοσης και εξάπλωσης του χριστιανισμού, εδώ και 2.000 χρόνια, ομολογούν αυτήν την αδικία τότε τι θα μπορούσαμε να πούμε εμείς, στην αυγή της τρίτης χιλιετηρίδας, στον 21ο αιώνα;
Θα ήταν βέβηλο το να ζητήσουμε το αυτονόητο, δηλαδή την επιστροφή του πλούτου σε αυτούς που τον στερούνται από τους πολέμους, από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, από τη διεθνή ληστεία των δανειστών, από νόμους άδικους και θεσμούς που έχουν ταλανίσει την ανθρωπότητα; Θα ήταν βέβηλο το να μιλήσουμε ακόμα και με τη γλώσσα αυτών που διαχειρίζονται την εκκλησιαστική περιουσία και να ζητήσουμε να αποδοθεί στο λαό που υποφέρει από τη φτώχεια; Θα ήταν βέβηλο στην Αίγινα των πολλών Αγίων και Οσίων και του πλήθους των Ιερών Ναών να ζητήσουμε από την τοπική μας εκκλησία να καταθέσει την περιουσία της για το λαό της Αίγινας που υποφέρει; Θα ήταν επιλήψιμο, οι εκκλησιαστικές αρχές του τόπου, να μας κάνουν γνωστή την περιουσία Τους σε χρήμα, σε γη και σε υποδομές και να δημιουργήσουν διαβουλεύσεις για τη αξιοποίησή της σε παραγωγικές επενδύσεις για την κόσμο της Αίγινας;
Το ζήτημα όπως τίθεται είναι ξεκάθαρο και δεν αφορά συγκρούσεις για ζητήματα δογμάτων και πίστης, δεν αφορά τις εσωτερικές συγκρούσεις μιας σύνθετης εκκλησιαστικής δομής που διακρίνεται σε μοναστήρια, μητρόπολη, εκκλησιαστικές επιτροπές κλπ., ούτε για γεγονότα που σχετίζονται με τα δικαστήρια και τις αποφάσεις τους. Το ζήτημα όπως τίθεται, αφορά το λαό της Αίγινας και όλους όσους εμπλέκονται στην υπόθεση διαχείρισης της τοπικής εκκλησιαστικής περιουσίας, στις συγκεκριμένες προθέσεις τους αλλά κυρίως στις πράξεις τους. Δηλαδή: θα δώσουν τη γη που ανήκει στις εκκλησιαστικές δομές για να καλλιεργεί ο κόσμος του νησιού και να παράγει για να ζήσει; Θα διαθέσουν οι δομές της τοπικής μας εκκλησίας τα χρήματά τους προκειμένου να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις, έργα συγκράτησης του νερού κλπ. σε διάφορες κατευθύνσεις της τοπικής μας πρωτογενούς παραγωγής; Θα διέθεταν τις υποδομές τους σε κτίρια προκειμένου οι όποιες δυνατότητές τους να έχουν προορισμό τον παραγωγικό ιστό του νησιού μας;