ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΝΗΣΙΩΝ ΑΡΓΟΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Η εκπαιδευτική κοινότητα δεν υπάρχει, είναι επείγουσα ανάγκη να συσταθεί. Η εκπαιδευτική κοινότητα δεν είναι οργάνωση, σύλλογος, παράταξη, δομή, φορέας. Είναι η κοινή ανάγκη εκπαιδευτικών που εργάζονται στα σχολεία να μοιράζονται τις εμπειρίες τους, τις διαπιστώσεις τους, τα λάθη τους και τις κατακτήσεις τους, να προβληματίζονται στο τι, στο πώς και στο γιατί διδάσκουμε σε παιδιά, να μεριμνούν για τη μόρφωση κυρίως των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, των απόκληρων, των παιδιών κάθε λογής εργαζομένων και ανέργων που ζουν σε αυτή χώρα, σε αυτήν την περιοχή. Η εκπαιδευτική κοινότητα θέτει με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της το ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου: Τι, πώς και γιατί διδάσκουμε στα παιδιά.
Είναι γενική διαπίστωση πως βρωμάει το κεφάλι: το υπουργείο, οι διευθύνσεις, τα συμβούλια που σχεδιάζουν την εκπαίδευση με εντολές από τους διεθνείς οργανισμούς που επιδιώκουν να καταστρέψουν το δημόσιο σχολείο. Κάτι βρωμάει και στην ουρά: η οικογένεια που διαλύεται, το σχολείο που αποδιοργανώνεται, τα λαϊκά στρώματα που χάνουν τη συνοχή τους, η νεολαία που χάνει τις ελπίδες της, η μείωση του νεανικού πληθυσμού, η μετανάστευση στη Δύση. Είναι και η απελπισία μας για τα παιδιά που «δεν προσέχουν στο μάθημα», των γονέων πως «δεν διαβάζουν στο σπίτι», πως «αδιαφορούν για ό,τι είναι διδακτό», πως στρέφονται όλο και πιο πολύ στα τεχνολογικά μέσα, σε υποκατάστατα ελευθεριών, σε πληροφορίες για ευέλικτους φτηνούς εργάτες στον οικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα. Εντείνονται τα παράπονα πως οι γονείς «υπονομεύουν το διδακτικό έργο και τη μαθησιακή διαδικασία», πως όλο και περισσότερες περιπτώσεις παιδιών «δυσκολεύουν» την παράδοση του μαθήματος και τη σχολική ζωή με τη συμπεριφορά τους. Αυξάνονται οι κραυγές πως «είμαστε ξεκρέμαστοι» σε μια συγχυσμένη κοινωνία που ζητάει τα παιδιά της να μαθαίνουν «όσα πρέπει»-«χωρίς κούραση», το σχολείο να είναι χαρούμενο κι ευχάριστο σαν τη Disneyland κι οι δάσκαλοι να είναι παράλληλα επιτυχημένοι σύμβουλοι γονέων και παιδιών. Μια σύγχυση γλωσσών μετατρέπει το σχολείο σε μια σύγχρονη Βαβέλ.
Ειδικά μετά τη μεταρρύθμιση του σχολικού προγράμματος από το 2006 και μετά, μετά από την εισβολή δεκάδων ακρωνυμίων ή νέων ορολογιών όπως του «κονστρουκτιβισμού» ή της «σπειροειδούς μάθησης» που πέρασαν με το μανδύα της προοδευτικής αποτίναξης του παλιού, τα νέα βιβλία και τα προγράμματα αποτελούν μια μόνιμη πηγή διαμαρτυρίας: με μια επεκτατική ύλη, με ασυνέχειες, με σοβαρές ασάφειες, με πολλαπλές απαιτήσεις σε πρότζεκτ και χίλιες δυο φτηνές απομιμήσεις που έχουν άρωμα Ευρώπης.
Με τη ρητορεία του εκδημοκρατισμού και την ατάκα «πρώτα ο μαθητής» ραφινάρουν την εκπαίδευση της αμάθειας για τα παιδιά ιδιαίτερα των λαϊκών στρωμάτων που προορίζονται να υπηρετήσουν σε γαλέρες την οικονομία της αγοράς. Παιδιά που θα μεγαλώσουν χωρίς την απαραίτητη κριτική σκέψη και την κοινωνική ηθική που σου επιτρέπει να διαμορφώνεις στοιχειώδεις συνθήκες συνύπαρξης, να αντιστέκεσαι, να εξεγείρεσαι. Άνθρωποι που δεν θα γνωρίζουν τη γλώσσα τους και τις δυνατότητές της να οργανώνει το πνεύμα, άνθρωποι δεν θα έχουν μάθει την κουλτούρα του τόπου τους, που δεν θα γνωρίζουν την ιστορία των αγώνων για την ελευθερία, άνθρωποι χωρίς ηθικό έρμα, χωρίς συλλογική συνείδηση. Δεν μας αφορά αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα;
Σημαντικό για την «εκπαιδευτική κοινότητα» σε όποιο τόπο βρίσκεται είναι το να προκαλεί αφορμές για συζητήσεις περί του τι, πώς και γιατί μαθαίνουμε στα παιδιά. Μέσω παρουσίασης ενός βιβλίου, προβολής μιας ταινίας, μιας ομιλίας, συναντήσεων, εκδηλώσεων κλπ. θα μπορούσε η «εκπαιδευτική κοινότητα» να κάνει τα πρώτα της βήματα αναζητώντας, συνθέτοντας, προετοιμάζοντας έναν συνολικό αγώνα. Να έχουμε όραμα για να κάνουμε βήματα. Να κάνουμε βήματα προς το όραμα.
Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εδώ, πού; Αν όχι έτσι, πώς;
Νοέμβρης 2018

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *